Τετάρτη 22 Ιουλίου 2015

Νομισματικές Πολιτικές μετά το GREXIT / Steve H. Hanke


euro-draxmi-krisi-oikonomia-grexit
Εκκινώντας έναν διάλογο για τα ενδεχόμενα σε περίπτωση ηθελημένου ή ακούσιου Grexit (αντί για το περιρρέον «κρυφτό» ως προς αυτό το ζήτημα), το ΙΝΣΠΟΛ δημοσιεύει ελληνική μετάφραση του άρθρου του Steve H. Hanke, Καθηγητή Εφηρμοσμένων Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Τζων Χόπκινς, για τις διαθέσιμες νομισματικές επιλογές μετά το Grexit. Μετάφραση: Κυριάκος Κωσταρέλος–ΙΝΣΠΟΛ.



Θα μπορούσε η Ελλάδα να έχει ως νόμισμα το Δολλάριο;

Στην πραγματικότητα, η Βουλγαρία, όχι το Δολλάριο, είναι το καλύτερο νομισματικό μοντέλο μετά το Grexit.

Steve H. Hanke

Τι θα γίνει αν η Ευρωζώνη δείξει στην Ελλάδα τη πόρτα της εξόδου; Υπάρχει η ισχυρή πεποίθηση πως εάν δημιουργηθεί ένα νέο νομισματικό καθεστώς στην Ελλάδα, θα είναι γεμάτο προβλήματα. Ενώ τα πρακτικά, τεχνικά προβλήματα θα ήταν σχετικά λίγα, τα πολιτικά προβλήματα θα ήταν τρομακτικά.

Η ερώτηση που συνήθως ακούω είναι λίγο-πολύ η ακόλουθη: Εάν η Ελλάδα εξαναγκαζόταν να βγει απ’ την Ευρωζώνη, δεν θα μπορούσε να ακολουθήσει είτε το παράδειγμα του Μαυροβουνίου, είτε του Εκουαδόρ, είτε της Βουλγαρίας, μιας επιτυχημένης μετάβασης σε νέο νομισματικό καθεστώς;

Εφόσον συμμετείχα στον σχεδιασμό και στην εφαρμογή των τριών αυτών νομισματικών μεταβάσεων, μπορώ να εγγυηθώ για τις λεπτομέρειες του τι ακριβώς είχε συμβεί.

Μαυροβούνιο – Το Μαυροβούνιο χρησιμοποιεί το Ευρώ, αλλά δεν είναι επίσημα μέλος της Ευρωζώνης. Κατά συνέπεια, αποφεύγει το moral hazard (δηλαδή: κίνδυνο αλλαγής συμπεριφοράς του Δανειζόμενου προς τον Δανειστή, που προκύπτει από τυχόν αλλαγές – έστω έμμεσες – σχετικές με τη μεταξύ τους οικονομική συμφωνία, συνήθως επακόλουθες των πιέσεων του Δανειστή. βλ. πιθανή «ελληνοειδή» κακή συμπεριφορά) που δημιουργήθηκε απ’ την Ευρωπαϊκή Νομισματική Ένωση.

Η ευκαιρία του Μαυροβουνίου για την μετάβαση σε νέο νομισματικό καθεστώς προετοιμάστηκε ε απ’ τον Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς τον Ιανουάριο του 1992. Τότε ξεκίνησε ο υπερπληθωρισμός στη Γιουγκοσλαβία. Κορυφώθηκε τον Ιανουάριο του 1994, όταν ο επίσημος μηνιαίος ρυθμός πληθωρισμού έφτασε τα 313 εκατομμύρια τοις εκατό. Για παράδειγμα προς αντιστοίχηση, φανταστείτε πως στον χειρότερο μήνα στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης (1922-23), ο υπερπληθωρισμός γνώρισε άνοδο μόνο 32,400 τοις εκατό. Ο γιουγκοσλαβικός υπερπληθωρισμός ήταν καταστροφικός. Πολύ πριν βομβαρδίσει το ΝΑΤΟ το Βελιγράδι το 1999, η νομισματική τρέλλα του Milosevic είχε καταστρέψει την γιουγκοσλαβική οικονομία.

Το 1999 το Μαυροβούνιο ήταν ακόμη μέρος της Γιουγκοσλαβίας, και το νόμισμά της ήταν το υποτιμημένο γιουγκοσλαβικό Δηνάριο. Αλλά, το ισχυρότατο γερμανικό Μάρκο ήταν το ανεπίσημο νόμισμα της περιοχής.

Ο πρόεδρος του Μαυροβουνίου, Milo Djukanovic, ήξερε ότι το γερμανικό Μάρκο ήταν το «καλό χαρτί του». Εάν το Μαυροβούνιο υιοθετούσε επίσημα το Μάρκο, δεν θα σταθεροποιούσε μόνο την οικονομία, αλλά επίσης θα προετοίμαζε τον δρόμο για την παλινόρθωση της εθνικής κυριαρχίας του Μαυροβουνίου. Στις 2 Νοεμβρίου του 1999, ανακοίνωσε μεγαλοπρεπώς πως το Μαυροβούνιο θα υιοθετούσε το γερμανικό Μάρκο ως το εθνικό του νόμισμα. Αυτό ήταν το πρώτο βήμα του Μαυροβουνίου για την απόσχιση – ένα βήμα υποστηριζόμενο απ’ τις Ηνωμένες Πολιτείες και τους συμμάχους τους.

Η οικονομία του Μαυροβουνίου σταθεροποιήθηκε αυτόματα και ξεκίνησε τη σταθερή, βιώσιμη ανάπτυξη εν μέσω της μείωσης του πληθωρισμού. Ήταν αναμενόμενο πως, τον Μάιο του 2006, οι ψηφοφόροι στο Μαυροβούνιο αποδοκίμασαν συλλογικά, με αριθμούς ρεκόρ, τη Ένωση του Μαυροβουνίου με τη Σερβία. Το Μαυροβούνιο ήταν για ακόμα μια φορά ανεξάρτητο. Και στις 15 Μαρτίου του 2007, το Μαυροβούνιο υπέγραψε σύμφωνο σταθερότητας και συνεργασίας με την Ευρωπαϊκή Ένωση, το πρώτο βήμα για την είσοδο με ιδιότητα μέλους στην ΕΕ. Ύστερα, στις 17 Δεκεμβρίου 2010, το Μαυροβούνιο ενημερώθηκε πως είναι υποψήφιο για ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Όταν η διαδικασία ένταξης θα έλθει εις πέρας, το Μαυροβούνιο θα ενταχθεί στην Ένωση με Ευρώ στο χέρι, και όμως. Το Μαυροβούνιο ευρω-ποιήθηκε απ’ την πρώτη στιγμή.

Ενώ οι πολιτικοί άνεμοι έσπρωχναν τα πανιά του Μαυροβουνίου όταν υιοθέτησε το γερμανικό Μάρκο, και εν τέλει το Ευρώ, οι πολιτικοί αντίθετοι άνεμοι απ’ τις Βρυξέλλες και την Φρανκφούρτη θα ήταν αντίξοοι σε μια αντίστοιχη ελλαδική αλλαγή προς το δολλάριο.

Εκουαδόρ – Το Εκουαδόρ χρησιμοποιεί το Δολλάριο ΗΠΑ, αλλά η χώρα δεν αποτελεί μέρος του Αμερικανικού Ομοσπονδιακού Τραπεζικού Συστήματος. Το Εκουαδόρ αντιπροσωπεύει ένα κύριο παράδειγμα χώρας η οποία ήταν ανίκανη να επιβάλει κράτος δικαίου και να διασφαλίσει την αξία του νομίσματος της. Το Σούκρε του Εκουαδόρ είχε ισοτιμία 6,825 ανά Δολλάριο στα τέλη του 1998, και περί τα τέλη του 1999 η ισοτιμία Σούκρε-Δολλαρίου ανερχόταν στα 20,243. Κατά τη πρώτη εβδομάδα του Ιανουαρίου του 2000, η ισοτιμία του Σούκρε εκτινάχθηκε στα 28,000 ανά Δολλάριο.

Με το Σούκρε σε χαοτική κατάσταση, ο Πρόεδρος Jamil Mahuad ανακοίνωσε στις 9 Ιανουαρίου του 2000 πως το Εκουαδόρ θα εγκατέλειπε το Σούκρε και θα υιοθετούσε στην εθνική του οικονομία επίσημα το Δολλάριο. Τηλεφωνικές συνομιλίες με τον τότε Πρόεδρο ΗΠΑ Bill Clinton και τον Γενικό Γραμματέα του Υπουργείου Οικονομικών ΗΠΑ Larry Summers ενθάρρυναν τον Τζαμίλ Μαχιουάντ για τον εκδολλαρισμό της οικονομίας. Το θετικό σοκ στη μαζική οικονομική ψυχολογία ήταν αμεσότατο. Στις 11 Ιανουαρίου – πριν ακόμα κυρωθεί ο νόμος περί εκδολλαρισμού της οικονομίας – η κεντρική τράπεζα μείωσε το αναπροεξοφλητικό επιτόκιο από 200 τοις εκατό ανά έτος στα 20. Στις 29 Φεβρουαρίου, το Κογκρέσο του Εκουαδόρ κύρωσε το επονομαζόμενο «Ley Trolebus», το οποίο περιελάμβανε προβλέψεις για τη μετάβαση στο δολλάριο. Έγινε επίσημα νόμος στις 13 Μαρτίου και ύστερα από μια μεταβατική περίοδο στην οποία το Δολλάριο αντικατέστησε το Σούκρε, το Εκουαδόρ έγινε η πιο διάσημη «εκδολλαρισμένη» χώρα. Και ο εκδολλαρισμός παραμένει μέχρι σήμερα, με ιδιαίτερη δημοφιλία: οι περισσότεροι γηγενείς – το 85 τοις εκατό – εξακολουθούν να υποστηρίζουν τον εκδολλαρισμό.

Είναι δύσκολο να φανταστούμε πώς η Ελλάδα θα μπορούσε να ακολουθήσει τα βήματα του Εκουαδόρ. Μπορείτε να φανταστείτε τον Πρόεδρο Obama να ανακοινώνει στον Πρωθυπουργό Τσίπρα ότι οι Η.Π.Α. θα υπεστήριζαν τον εκδολλαρισμό της Ελλάδας;

Βουλγαρία – Η Βουλγαρία εκδίδει το δικό της νόμισμα, το Λεβ. Λειτουργεί ως κλώνος του Ευρώ. Η Βουλγαρία είναι, λοιπόν, μέρος μίας ενοποιημένης νομισματικής περιφέρειας με την Ευρωζώνη, αλλά δεν αποτελεί επίσημα μέλος της Ευρωπαϊκής Νομισματικής Ένωσης. Κατά συνέπεια, δεν αντιμετωπίζει τα προβλήματα που προκαλούνται από τυχόν moral hazard προκαλούμενο απ’ την Ευρωζώνη. Όντως, η Βουλγαρία πρέπει να επιβάλει δημοσιονομική πειθαρχία επειδή η Κυβέρνηση δεν δύναται να απευθυνθεί στην ΕΚΤ ή στη Βουλγάρικη Εθνική Τράπεζα γι’ αυτό το θέμα και να δανειστεί πόρους. Όπως είναι φυσικό, η Βουλγαρία έχει μια σκληρή δημοσιονομική πολιτική και η σχέση χρέους-προς-ΑΕΠ είναι μία απ’ τις μικρότερες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στο 29 τοις εκατό.

Το 1997 η Βουλγαρία έφτασε τα όρια του υπερπληθωρισμού, ο οποίος κορυφώθηκε τον Φεβρουάριο, όταν το μηνιαίο ποσοστό έφτασε το 147 τοις εκατό. Για να ισοπεδώσει τον υπερπληθωρισμό, η Βουλγαρία σύστησε ένα συμβούλιο υπεύθυνο για το νόμισμα την 1η Ιουλίου 1999. Υπό τους κανονισμούς του Συμβουλίου για το Νόμισμα, το Βουλγάρικο Λεβ έγινε ελεύθερα μετατρέψιμο σε σταθερή ισοτιμία με το γερμανικό Μάρκο και υποστηριζόταν πλήρως απ’ τα  γερμανικά αποθέματα σε Μάρκο. Κατά συνέπεια, το Βουλγάρικο Λεβ έγινε κλώνος του γερμανικού Μάρκου, και σήμερα του Ευρώ.  Το σύστημα του Συμβουλίου για το Λεβ της Βουλγαρίας επικυρώθηκε απ’ τις ΗΠΑ και τη Γερμανία. Ακόμα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο ενεπλάκη στο ζήτημα. Το σύστημα του νομισματικού συμβουλίου εξουδετέρωσε τον πληθωρισμό αμέσως, καθιέρωσε οικονομική σταθερότητα και παραμένει ο θεσμός που απολαμβάνει την μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στη Βουλγαρία.

Σε περίπτωση GREXIT, η καλύτερη επιλογή της Ελλάδας για την εγκαθίδρυση υγιούς νομίσματος και δημοσιονομικής πειθαρχίας είναι να μιμηθούν τους Βαλκάνιους γείτονες τους στον Βορρά και να συστήσουν ένα Νομισματικό Συμβούλιο, το οποίο θα εκδίδει Δραχμές-κλώνους του Ευρώ. Η Ελλάδα θα παραμείνει σε μια Ενιαία Νομισματική Περιοχή με το Ευρώ, χωρίς τα προβλήματα που προκαλούνται απ’ το moral hazard το σχετιζόμενο με την επίσημη ιδιότητα μέλους στην Ευρωζώνη. Οι εξωτερικές πολιτικές αντιξοότητες οι οποίες θα συνόδευαν είτε μια επιλογή σαν του Μαυροβουνίου είτε μία σαν του Εκουαδόρ θα αποτραπούν. Τα κύρια πολιτικά ζητήματα θα ήταν εσωτερικά, διότι η Δραχμή που θα εκδοθεί από ένα συμβούλιο εθνικού νομίσματος απαιτεί δημοσιονομική πειθαρχία.

Ο Steve H. Hanke είναι Καθηγητής Εφηρμοσμένων Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Τζων Χόπκινς. Υπηρέτησε ως Κρατικός Σύμβουλος και Σύμβουλος του Προέδρου του Μαυροβουνίου (1999-2003), Σύμβουλος του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών του Εκουαδόρ (2001-02) και Σύμβουλος του Προέδρου της Βουλγαρίας (1997-2002).



Μετάφραση: Κυριάκος Κωσταρέλος – via Politico.eu

Παρασκευή 10 Ιουλίου 2015

Ανθρωπιστική Κρίση στην Ελλάδα: Οι επιπτώσεις της Οικονομικής Κρίσης στα Δικαιώματα του Ανθρώπου

Με την υφιστάμενη οικονομικοκοινωνική κρίση, τα ανθρώπινα δικαιώματα στην Ελλάδα παραβιάζονται τακτικά και τίθενται υπό αμφισβήτηση, ιδιαίτερα εξ’ αιτίας της υιοθέτησης των μέτρων λιτότητας και των δημοσιονομικών «μεταρρυθμίσεων», προς χάριν της οικονομικής βιωσιμότητας του Κράτους.

Σε σχετική έκθεση της Διεθνούς Ομοσπονδίας για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, η οποία δημοσιεύθηκε τον περασμένο Δεκέμβρη και παρουσιάστηκε στο ελληνικό κοινό, στο Ζάππειο λίγο αργότερα, έχοντας ως γενική παραδοχή το ότι «η λιτότητα ‘γονάτισε’ τα ανθρώπινα δικαιώματα», υποστήριξε πως υπήρχε εναλλακτική λύση για τη βιωσιμότητα του χρέους, χωρίς την υποβάθμιση των θεμελιωδών δικαιωμάτων, την οποία δεν επέλεξαν οι αρμόδιοι, ενώ παράλληλα αποδίδονται ευθύνες από κοινού στο Ελληνικό κράτος και στην Τρόικα (ή στους Θεσμούς, όπως τον βολεύει τον καθένα). Η Ελλάδα στη συγκεκριμένη έκθεση παρουσιάζεται εν ολίγοις ως μία χώρα, στην οποία τα θεμελιώδη δικαιώματα έχουν παραβιαστεί σε όλα τα επίπεδα ανεξαιρέτως (πολιτικά, οικονομικά, ατομικά κλπ) και πλέον βάλλονται ανοιχτά.

Βέβαια, το Ελληνικό Κράτος δεν ευθύνεται εξ’ ολοκλήρου. Ευθύνονται και οι εκλογείς, οι οποίοι νομιμοποιούν την εκάστοτε Κυβέρνηση. Εντύπωση δημιουργεί μία έρευνα της ΕΕΔΑ, η οποία διενεργήθηκε σε δείγμα 1000 ατόμων. Το 60% δήλωσε πως τα ανθρώπινα δικαιώματα δεν προστατεύονται στην Ελλάδα, το 55% δεν θεωρεί τη θέση των κομμάτων για τα δικαιώματα του ανθρώπου καθόλου σημαντικό κριτήριο για την ψήφο τους στις εκλογές, πράγμα που αποδεικνύει πόσο υποτιμούν και οι ίδιοι οι πολίτες τα ανθρώπινα δικαιώματα.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα «επίθεσης» προς τα θεμελιώδη δικαιώματα αποτελεί η λήψη μέτρων λιτότητας και δημοσιονομικής προσαρμογής, ιδιαίτερα στους τομείς της υγείας, της εργασίας, της εκπαίδευσης και της ενημέρωσης. Τα μέτρα λιτότητας και προσαρμογής εφαρμόζονται κυρίως σε δημόσιες υπηρεσίες/κρατικές (μονοπωλιακές) δομές – στις αποκλειστικά υπεύθυνες δηλαδή για την παροχής μίας δημόσιας (δηλαδή μίας ελάχιστης, εγγυημένης καθολικά) υπηρεσίας. Περικοπές, οι οποίες εστιάζουν σε δημόσιες δομές, όπου κατ’ επέκταση συνεπάγονται υποβάθμιση αυτών, υποβαθμίζουν παράλληλα τις αντίστοιχες απολαβές που κατοχυρώνονται στα ανθρώπινα δικαιώματα, απολαβές οι οποίες προσφέρονται στην Ελλάδα – καλώς ή κακώς – με δημόσιο χαρακτήρα μόνο μέσω του Κράτους, και οι οποίες έχουν καθοριστική σημασία στην ύπαρξη κοινωνικοοικονομικών ανισοτήτων.

Ο περιορισμός των πολιτικών και οικονομικών δικαιωμάτων, όπου προέκυψε απ’ τα μέτρα δημοσιονομικής προσαρμογής, δεν συμβαδίζει με το αντίστοιχο Σύμφωνο του ΟΗΕ, ούτε οι περιορισμοί αυτοί μπορούν να ενταχθούν σε εκείνο το πλαίσιο του διεθνούς δικαίου κατ’ ανάγκης περιορισμού των δικαιωμάτων, κατ’ εξαίρεση για μεμονωμένες περιπτώσεις. Επιπλέον, ειδικά στην έκθεση της FIDH, αναδείχθηκαν αρκετές σοβαρές παραβιάσεις σε δημοκρατικές διαδικασίες και άλλες συλλογικές διαδικασίες λήψης αποφάσεων. Προκύπτει λοιπόν ένας κίνδυνος Δημοκρατίας, τον οποίο εγκυμονεί η Λιτότητα.

Παράλληλα πραγματοποιήθηκαν περικοπές σε δημόσιες δαπάνες του ΟΑΕΔ και άλλων υπηρεσιών Εργασίας και Κοινωνικής Πρόνοιας, αυξάνοντας ραγδαία την ανεργία, την οποία έπονται με τη σειρά τους οι γνωστές, σε όλους ελπίζω, κοινωνικά περιοριστικές επιπτώσεις της. Η περικοπή δημοσίων δαπανών συνεπάγεται ένα καθεστώς κατά το οποία τα πιο ευάλωτα (οικονομικά) στρώματα δεν διαθέτουν τις ίδιες ευκαιρίες πρόσβασης σε υπηρεσίες δημοσίου χαρακτήρα- κοινωνικής πρόνοιας. Επιπρόσθετα, λόγω περικοπών, υποβαθμίστηκε – ή κατ’ άλλους, εξαλείφθηκε – το θεσμικά κατοχυρωμένο «ελάχιστο εγγυημένο» των δημόσιων υπηρεσιών. Άρα πλέον δεν μπορούμε να μιλάμε για «δημόσια αγαθά» λόγω της περιορισμένης (από «μεταρρυθμίσεις») και για τις δύο πλευρές συμμετοχής σ’ αυτά.

Υποτίμηση του «δημόσιου» χαρακτήρα εντοπίζεται ακόμα και στους τομείς της υγείας και της κοινωνικής ασφάλισης, λόγω της μη καθολικής πρόσβασης σ’ αυτές, όπως επανειλημμένα ειπώθηκε. Χαρακτηριστικά, γιατροί δημοσίων νοσοκομείων, έχουν αναφέρει πως απορρίπτουν ασθενείς ή ιεραρχούν τα περιστατικά με εναλλακτικούς τρόπους, κυρίως λόγω έλλειψης πόρων (ειδικευμένου προσωπικού, οικονομικών πόρων, κλινών και εγκαταστάσεων κ.α.). Οι ελλείψεις στα νοσοκομεία δεν βασίζονται αποκλειστικά στην οικονομική αδυναμία που έχει επέλθει το Κράτος, αλλά και στις «διαρθρωτικές αλλαγές». Εν καιρώ κρίσης, αναδιαρθρώσαμε 2-3 φορές το ασφαλιστικό σύστημα και το σύστημα υγείας. Από τα διάφορα ταμεία, στον ενιαίο ΕΟΠΥΥ και ύστερα στο «ΠΕΔΥ» του Άδωνι.

«Η κυβέρνηση έχει επίσης υιοθετήσει μια εντεινόμενα αυταρχική στάση απέναντι στη δημόσια κριτική, δημιουργώντας ένα αυξανόμενα καταπιεστικό κοινωνικό και επαγγελματικό περιβάλλον για τα ανεξάρτητα μέσα ενημέρωσης και για όσους ασκούν κριτική. Το κλίμα αυτό οδήγησε, το καλοκαίρι του 2013, στο κλείσιμο της Δημόσιας Ραδιοφωνίας Τηλεόρασης ΕΡΤ, μια κίνηση που προκάλεσε τη διεθνή κατακραυγή στην Ευρώπη και στο εξωτερικό.» (Δημήτρης Χριστόπουλος, Αντιπρόεδρος της FIDH)

Ταυτόχρονα, η λιτότητα αύξησε την (οικονομική) ανισότητα στο διαθέσιμο εισόδημα, μέσω μεταρρυθμίσεων που υποβάθμισαν σημαντικά τη προστασία των δικαιωμάτων των εργαζομένων, ενώ ο κατώτατος μισθός μειώθηκε κατά 22% για τους κάτω των 25 ετών και 32% για τους άνω των 25 ετών μετά το 2012. Ας μην μιλήσουμε καλύτερα για τους, κατά πολύ μικρότερους απ’ τον κατώτατο, προσφερόμενους μισθούς το 2015.

Τα παραπάνω, έχουν ως αποτέλεσμα τις έντονες κοινωνικό-πολιτικές αντιδράσεις στα μέτρα λιτότητας, οι οποίες εκφράζονται κυρίως μέσω της υποστήριξης και της ενδυνάμωσης, από πολίτες, οργανώσεων (πολιτικών και μη) ακραίου (πολιτικά, κοινωνικά, οικονομικά, φυλετικά-ρατσιστικά) χαρακτήρα, λ.χ. ακροδεξιές, φασιστικές, αναρχικές και αναρχοφιλελεύθερες οργανώσεις. Η άνοδος ως επί το πλείστον της άκρας δεξιάς στην Ελλάδα, οφείλεται στο γεγονός ότι κατά τις μεταρρυθμίσεις δεν συνυπολογίστηκαν τα «κόστη» σε ανθρωπιστικό επίπεδο. Εν συνεχεία, η ίδια η ακροδεξιά, μαζί με τις υπόλοιπες ακραίες οργανώσεις, εντείνουν ακόμα περισσότερο την ανθρωπιστική κρίση στη χώρα με τη δραστηριοποίηση τους.

Προκειμένου λοιπόν να υπάρξει οικονομική σταθερότητα και βιωσιμότητα του ελληνικού χρέος, το Ελληνικό Κράτος και η Τρόικα, τα τελευταία χρόνια, εστίασαν σε μη εφαρμόσιμες, βλαβερές μεταρρυθμίσεις δημοσιονομικής προσαρμογής και στην λήψη ανάλογων μέτρων λιτότητας, αγνοώντας – ή και κατά άλλους, θυσιάζοντας σκόπιμα – τα θεμελιώδη δικαιώματα στην κάθε πτυχή τους, μέσω της συρρίκνωσης της κρατικής δομής, παροχής δημόσιων αγαθών και υπηρεσιών. Τονίστηκε επανειλημμένα, από πολλούς φορείς, πως υπήρχε καλύτερη εναλλακτική λύση, η οποία, όπως φαίνεται, δεν εφαρμόστηκε με συνειδητή επιλογή των δυο παραπάνω.

Δυστυχώς, οι παραβιάσεις των θεμελιωδών δικαιωμάτων θεωρήθηκαν και θεωρούνται νόμιμες παράπλευρες ζημίες, οι οποίες προέκυψαν απ’ την προσπάθεια διαχείρισης της κρίσης. Οι όποιες δημοσιονομικές μεταρρυθμίσεις έγιναν, πραγματοποιήθηκαν αγνοώντας τα διεθνή πρότυπα για τέτοιες επείγουσες καταστάσεις. Το Ελληνικό Κράτος έχει καταδικαστεί επανειλημμένα σε Ευρωπαϊκό και Διεθνές επίπεδο, με τα πρόσθημα να ανέρχονται στα 1,8 εκατομμύρια ευρώ. Δυστυχώς, ακόμα και το «Εθνικό Σχέδιο Δράσης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα», θεωρήθηκε από αρκετούς «εσπευσμένη υποκρισία», λόγω της παράδοξης συγκυρίας, της δημοσίευσης του σχεδίου πριν καν αναρτηθεί στη διαδικτυακή πλατφόρμα διαβούλευσης.

Οι συζητήσεις που διενεργούνται σήμερα, σε όλα τα επίπεδα, με κάθε τρόπο και προσφερόμενο μέσο, είναι σαν να έχουν αποπροσανατολίσει πλήρως τα ενδιαφερόμενα – ή καλύτερα, κυρίως θιγόμενα – μέρη. Μιλάμε αποκλειστικά για τη βιωσιμότητα ενός «δημοσίου» χρέους, το οποίο όμως δημιουργήθηκε από συγκεκριμένους πολιτικούς, συγκεκριμένες Κυβερνήσεις, μέσω κυρίως του Κρατικού μηχανισμού, το οποίο επέφερε αναρίθμητα κοινωνικά προβλήματα και το οποίο λούζεται ο «Λαός», χωρίς όπως είπαμε να ευθύνεται πλήρως. Προσεγγίζουμε την κρίση σε ένα επίπεδο αποκλειστικά οικονομικό, αντικρίζοντας μόνο αριθμούς και μεθόδους, αγνοώντας την ανθρωπιστική κρίση και μη αναζητώντας εναλλακτικές λύσεις. Πάμε να λύσουμε το πρόβλημα με τους ίδιους τρόπους όπως και πριν, οι οποίοι αποδείχθηκαν αποτυχημένοι επανειλημμένα. Κάνουμε το ίδιο πράγμα προσδοκώντας διαφορετικά αποτελέσματα. Αγγίζουμε δηλαδή τα όρια της παράνοιας.


K.K.